- μαχαιροπωλιον
- μαχαιροπώλιονμᾰχαιρο-πώλιοντό сабельно-ножевая лавка Dem.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μαχαιροπωλίου — μαχαιροπώλιον cutler s shop neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιροπωλείο(ν) — μαχαιροπωλεῑον και μαχαιροπώλιον, τὸ (Α) [μαχαιροπώλης] το κατάστημα στο οποίο πωλούνταν μαχαίρια … Dictionary of Greek